- προχείριση
- η / προχείρισις, -ίσεως, ΝΜΑ [προχειρίζω]1. εκκλ. χειροτονία («προχείριση επισκόπου»)2. επιλογή, διορισμόςαρχ.1. ανάληψη, εκτέλεση2. έκφραση, απαγγελία3. χρήση4. άσκηση, εξάσκηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προχειρίσῃ — προχειρίσηι , προχείρισις utterance fem dat sg (epic) προχειρίζω make aor subj mid 2nd sg προχειρίζω make aor subj act 3rd sg προχειρίζω make fut ind mid 2nd sg προχειρίζω make aor subj mid 2nd sg προχειρίζω make aor subj act 3rd sg προχειρίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπρεσβύτερος — ο, ΝΜΑ [πρεσβύτερος] εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που εμφανίστηκε πολύ νωρίς στην Εκκλησία, γύρω στον 4ο αιώνα και δινόταν από τον επίσκοπο με ειδικό διορισμό και τέλεση ακολουθίας στον αρχαιότερο κατά τα πρεσβεία, ενώ σήμερα είναι απλώς ένας… … Dictionary of Greek